ἀπολιθώσει

ἀπολιθώσει
ἀπολίθωσις
petrifaction
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπολιθώσεϊ , ἀπολίθωσις
petrifaction
fem dat sg (epic)
ἀπολίθωσις
petrifaction
fem dat sg (attic ionic)
ἀπολιθόομαι
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπολιθόομαι
fut ind mid 2nd sg
ἀπολιθόομαι
fut ind act 3rd sg
ἀπολιθόω
turn into stone
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπολιθόω
turn into stone
fut ind mid 2nd sg
ἀπολιθόω
turn into stone
fut ind act 3rd sg
ἀ̱πολιθώσει , ἀπολιθόω
turn into stone
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱πολιθώσει , ἀπολιθόω
turn into stone
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δαμάστωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γίγαντας που επιχείρησε στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας, μαζί με άλλους γίγαντες, να ανεβεί με σκάλα στον ουρανό για να καταπολεμήσει τους θεούς. Μην έχοντας άλλο όπλο, άρπαξε το πτώμα του αδελφού του, Πάλλαντα, που τον είχε… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”